διαπραγματεύομαι
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]διαπραγματεύομαι • (diapragmatévomai) deponent (past διαπραγματεύτηκα)
- (transitive, intransitive) to negotiate
Conjugation
[edit]διαπραγματεύομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | διαπραγματεύομαι | διαπραγματευτώ |
2 sg | διαπραγματεύεσαι | διαπραγματευτείς |
3 sg | διαπραγματεύεται | διαπραγματευτεί |
1 pl | διαπραγματευόμαστε | διαπραγματευτούμε |
2 pl | διαπραγματεύεστε, διαπραγματευόσαστε | διαπραγματευτείτε |
3 pl | διαπραγματεύονται | διαπραγματευτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | διαπραγματευόμουν(α) | διαπραγματεύτηκα |
2 sg | διαπραγματευόσουν(α) | διαπραγματεύτηκες |
3 sg | διαπραγματευόταν(ε) | διαπραγματεύτηκε |
1 pl | διαπραγματευόμασταν, (‑όμαστε) | διαπραγματευτήκαμε |
2 pl | διαπραγματευόσασταν, (‑όσαστε) | διαπραγματευτήκατε |
3 pl | διαπραγματεύονταν, (διαπραγματευόντουσαν) | διαπραγματεύτηκαν, διαπραγματευτήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα διαπραγματεύομαι ➤ | θα διαπραγματευτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαπραγματεύεσαι, … | θα διαπραγματευτείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαπραγματευτεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαπραγματευτεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαπραγματευτεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | — |
2 pl | διαπραγματεύεστε | διαπραγματευτείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | — | |
Perfect participle ➤ | — | |
Nonfinite form ➤ | διαπραγματευτεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |