Jump to content

εκτελεστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From εκτελώ (ekteló, to execute), calque of French exécutif. First attested 1796.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ektelestiˈkos/
  • Hyphenation: εκ‧τε‧λε‧στι‧κός

Adjective

[edit]

εκτελεστικός (ektelestikósm (feminine εκτελεστική, neuter εκτελεστικό)

  1. executive (concerned with the carrying out of an order or an action)
  2. (law) executive (concerned with the legal killing of a person)

Declension

[edit]
Declension of εκτελεστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εκτελεστικός (ektelestikós) εκτελεστική (ektelestikí) εκτελεστικό (ektelestikó) εκτελεστικοί (ektelestikoí) εκτελεστικές (ektelestikés) εκτελεστικά (ektelestiká)
genitive εκτελεστικού (ektelestikoú) εκτελεστικής (ektelestikís) εκτελεστικού (ektelestikoú) εκτελεστικών (ektelestikón) εκτελεστικών (ektelestikón) εκτελεστικών (ektelestikón)
accusative εκτελεστικό (ektelestikó) εκτελεστική (ektelestikí) εκτελεστικό (ektelestikó) εκτελεστικούς (ektelestikoús) εκτελεστικές (ektelestikés) εκτελεστικά (ektelestiká)
vocative εκτελεστικέ (ektelestiké) εκτελεστική (ektelestikí) εκτελεστικό (ektelestikó) εκτελεστικοί (ektelestikoí) εκτελεστικές (ektelestikés) εκτελεστικά (ektelestiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκτελεστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκτελεστικός, etc.)

[edit]