ειδικότητα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from ειδικ(ός) (eidik(ós)) + -ότητα (-ótita), a calque of French specialité.[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ειδικότητα • (eidikótita) f (plural ειδικότητες)
- speciality (UK), specialty (US), specialism (that in which one specializes; a chosen expertise or talent)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ειδικότητα (eidikótita) | ειδικότητες (eidikótites) |
genitive | ειδικότητας (eidikótitas) | ειδικοτήτων (eidikotíton) |
accusative | ειδικότητα (eidikótita) | ειδικότητες (eidikótites) |
vocative | ειδικότητα (eidikótita) | ειδικότητες (eidikótites) |
References
[edit]- ^ ειδικότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language