Jump to content

ειδικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from ειδικ(ός) (eidik(ós)) +‎ -ότητα (-ótita), a calque of French specialité.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.ðiˈko.ti.ta/
  • Hyphenation: ει‧δι‧κό‧τη‧τα

Noun

[edit]

ειδικότητα (eidikótitaf (plural ειδικότητες)

  1. speciality (UK), specialty (US), specialism (that in which one specializes; a chosen expertise or talent)

Declension

[edit]
Declension of ειδικότητα
singular plural
nominative ειδικότητα (eidikótita) ειδικότητες (eidikótites)
genitive ειδικότητας (eidikótitas) ειδικοτήτων (eidikotíton)
accusative ειδικότητα (eidikótita) ειδικότητες (eidikótites)
vocative ειδικότητα (eidikótita) ειδικότητες (eidikótites)

References

[edit]
  1. ^ ειδικότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language