ειδικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek εἰδικός (eidikós), from εἶδος (eîdos) + -ικός (-ikós).
Adjective
[edit]ειδικός • (eidikós) m (feminine ειδική, neuter ειδικό)
- special, particular, specific (thing, person, etc)
- expert, specialist (knowledge, experience, etc)
Declension
[edit]Declension of ειδικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ειδικός • | ειδική • | ειδικό • | ειδικοί • | ειδικές • | ειδικά • |
genitive | ειδικού • | ειδικής • | ειδικού • | ειδικών • | ειδικών • | ειδικών • |
accusative | ειδικό • | ειδική • | ειδικό • | ειδικούς • | ειδικές • | ειδικά • |
vocative | ειδικέ • | ειδική • | ειδικό • | ειδικοί • | ειδικές • | ειδικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ειδικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ειδικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ειδικότερος • | ειδικότερη • | ειδικότερο • | ειδικότεροι • | ειδικότερες • | ειδικότερα • |
genitive | ειδικότερου • | ειδικότερης • | ειδικότερου • | ειδικότερων • | ειδικότερων • | ειδικότερων • |
accusative | ειδικότερο • | ειδικότερη • | ειδικότερο • | ειδικότερους • | ειδικότερες • | ειδικότερα • |
vocative | ειδικότερε • | ειδικότερη • | ειδικότερο • | ειδικότεροι • | ειδικότερες • | ειδικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ειδικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ειδικότατος • | ειδικότατη • | ειδικότατο • | ειδικότατοι • | ειδικότατες • | ειδικότατα • |
genitive | ειδικότατου • | ειδικότατης • | ειδικότατου • | ειδικότατων • | ειδικότατων • | ειδικότατων • |
accusative | ειδικότατο • | ειδικότατη • | ειδικότατο • | ειδικότατους • | ειδικότατες • | ειδικότατα • |
vocative | ειδικότατε • | ειδικότατη • | ειδικότατο • | ειδικότατοι • | ειδικότατες • | ειδικότατα • |
Noun
[edit]ειδικός • (eidikós) m or f (plural ειδικοί)
Declension
[edit]Categories:
- Greek terms borrowed from Ancient Greek
- Greek learned borrowings from Ancient Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek lemmas
- Greek adjectives
- Greek adjectives in declension ός-ή-ό
- Greek nouns
- Greek nouns of mixed gender
- Greek masculine nouns
- Greek feminine nouns
- Greek nouns with multiple genders
- Greek nouns declining like 'αδελφός'