Category:Greek nouns of mixed gender
Appearance
Pages in category "Greek nouns of mixed gender"
The following 200 pages are in this category, out of 448 total.
(previous page) (next page)Α
- αγαλματοποιός
- αγγειογράφος
- αγγειολόγος
- αγγειοχειρουργός
- αγγελιαφόρος
- αγγελιοφόρος
- Αγγλοσάξονας
- Αγγλοσάξωνας
- αγελαδοκόμος
- αγελαδοτρόφος
- αγνώμων
- αγορανόμος
- αγρονόμος
- αδελφοκτόνος
- αερομηχανικός
- αεροναυπηγός
- αεροπόρος
- αεροσυνοδός
- αθλητίατρος
- αθλητικογράφος
- αιγυπτιολόγος
- αιθεράρχης
- αιματολόγος
- αισθηματίας
- αισθητικός
- αισχρογράφος
- ακαδημαϊκός
- ακόλουθος
- ακτινολόγος
- αλευροβιομήχανος
- αλληλογράφος
- αμφισβητίας
- ανάδοχος
- αναισθησιολόγος
- ανατόμος
- ανατροπέας
- ανδριαντοποιός
- ανεμοπόρος
- ανθλγός
- ανθλχος
- ανθοκόμος
- ανθρωπολόγος
- ανθρωποφάγος
- ανθσγος
- ανθυπαστυνόμος
- ανθυπολοχαγός
- ανθυποπλοίαρχος
- ανθυποσμηναγός
- ανθχος
- ανταπεργός
- αντεισαγγελέας
- αντιγραφέας
- αντιδήμαρχος
- αντιεισαγγελέας
- αντίζηλος
- αντικέρ
- αντιναύαρχος
- αντίπαλος
- αντιπλοίαρχος
- αντιπρόεδρος
- αντιπρόσωπος
- αντιπρύτανης
- αντιπτέραρχος
- αντιρρησίας
- αντισμήναρχος
- αντιστράτηγος
- αντισυνταγματάρχης
- ανχης
- ανωνυμογράφος
- αξιωματούχος
- αοιδός
- απαγωγέας
- άπαις
- απαράτσικ
- άπατρις
- απάτωρ
- απαυτός
- απεργός
- απόγονος
- άποικος
- αποκρυπτογράφος
- αποστολέας
- απόστρατος
- απουσιολόγος
- απόφοιτος
- αρθρογράφος
- αριθμομνήμονας
- αριστερόχειρ
- αριστερόχειρας
- άρπαξ
- αρτοποιός
- αρχαιολόγος
- αρχαιόσυλος
- αρχειοφύλακας
- αρχιγραμματέας
- αρχιδικαστής
- αρχιθαλαμηπόλος
- αρχικελευστής
- αρχικηπουρός
- αρχιλοχίας
- αρχιμηχανικός
- αρχιμουσικός
- αρχιναύαρχος
- αρχισμηνίας
- αρχιτέκτονας
- αρχιτελώνης
- ασθενής
- ασιανολόγος
- αστίατρος
- αστρολόγος
- αστρονόμος
- αστροφυσικός
- αστυΐατρος
- αστυκτηνίατρος
- αστυνόμος
- αστυφύλακας
- αύριο
- αυτόχειρας
- αυτόχθονας
- αυτόχθων
- αφορολόγητα
Β
Δ
Ε
- έβενος
- εγκληματίας
- εγκληματολόγος
- εθνογλωσσολόγος
- εθνογράφος
- εθνολόγος
- ειδικός
- είρων
- είρωνας
- εισαγγελέας
- εισπράκτορας
- εκατομμυριούχος
- εκπαιδευτικός
- εκπρόσωπος
- ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας
- εμπειρογνώμων
- έμπορος
- εμποροϋπάλληλος
- ενδοκρινολόγος
- ένοικος
- ένορκος
- ένοχος
- επαγγελματίας
- επγος
- επιδειξίας
- επικεφαλής
- επίλαρχος
- επιλοχίας
- επισμηναγός
- επιστήμονας
- επιστήμων
- επιχειρηματίας
- ερασιτέχνης
- εργοδηγός
- εσπρέσο