Jump to content

αρχαιόσυλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρχαιόσυλος (archaiósylosm (feminine αρχαιόσυλη, neuter αρχαιόσυλο)

  1. antiquity looting

Declension

[edit]
Declension of αρχαιόσυλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχαιόσυλος (archaiósylos) αρχαιόσυλη (archaiósyli) αρχαιόσυλο (archaiósylo) αρχαιόσυλοι (archaiósyloi) αρχαιόσυλες (archaiósyles) αρχαιόσυλα (archaiósyla)
genitive αρχαιόσυλου (archaiósylou) αρχαιόσυλης (archaiósylis) αρχαιόσυλου (archaiósylou) αρχαιόσυλων (archaiósylon) αρχαιόσυλων (archaiósylon) αρχαιόσυλων (archaiósylon)
accusative αρχαιόσυλο (archaiósylo) αρχαιόσυλη (archaiósyli) αρχαιόσυλο (archaiósylo) αρχαιόσυλους (archaiósylous) αρχαιόσυλες (archaiósyles) αρχαιόσυλα (archaiósyla)
vocative αρχαιόσυλε (archaiósyle) αρχαιόσυλη (archaiósyli) αρχαιόσυλο (archaiósylo) αρχαιόσυλοι (archaiósyloi) αρχαιόσυλες (archaiósyles) αρχαιόσυλα (archaiósyla)

Noun

[edit]

αρχαιόσυλος (archaiósylosm or f (plural αρχαιόσυλοι)

  1. looter of antiquities

Declension

[edit]
Declension of αρχαιόσυλος
singular plural
nominative αρχαιόσυλος (archaiósylos) αρχαιόσυλοι (archaiósyloi)
genitive αρχαιόσυλου (archaiósylou)
αρχαιοσύλου (archaiosýlou)
αρχαιόσυλων (archaiósylon)
αρχαιοσύλων (archaiosýlon)
accusative αρχαιόσυλο (archaiósylo) αρχαιόσυλους (archaiósylous)
αρχαιοσύλους (archaiosýlous)
vocative αρχαιόσυλε (archaiósyle) αρχαιόσυλοι (archaiósyloi)

Second forms are formal. 

[edit]