αρχαιόσυλος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αρχαιόσυλος • (archaiósylos) m (feminine αρχαιόσυλη, neuter αρχαιόσυλο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρχαιόσυλος (archaiósylos) | αρχαιόσυλη (archaiósyli) | αρχαιόσυλο (archaiósylo) | αρχαιόσυλοι (archaiósyloi) | αρχαιόσυλες (archaiósyles) | αρχαιόσυλα (archaiósyla) | |
genitive | αρχαιόσυλου (archaiósylou) | αρχαιόσυλης (archaiósylis) | αρχαιόσυλου (archaiósylou) | αρχαιόσυλων (archaiósylon) | αρχαιόσυλων (archaiósylon) | αρχαιόσυλων (archaiósylon) | |
accusative | αρχαιόσυλο (archaiósylo) | αρχαιόσυλη (archaiósyli) | αρχαιόσυλο (archaiósylo) | αρχαιόσυλους (archaiósylous) | αρχαιόσυλες (archaiósyles) | αρχαιόσυλα (archaiósyla) | |
vocative | αρχαιόσυλε (archaiósyle) | αρχαιόσυλη (archaiósyli) | αρχαιόσυλο (archaiósylo) | αρχαιόσυλοι (archaiósyloi) | αρχαιόσυλες (archaiósyles) | αρχαιόσυλα (archaiósyla) |
Noun
[edit]αρχαιόσυλος • (archaiósylos) m or f (plural αρχαιόσυλοι)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχαιόσυλος (archaiósylos) | αρχαιόσυλοι (archaiósyloi) |
genitive | αρχαιόσυλου (archaiósylou) αρχαιοσύλου (archaiosýlou) |
αρχαιόσυλων (archaiósylon) αρχαιοσύλων (archaiosýlon) |
accusative | αρχαιόσυλο (archaiósylo) | αρχαιόσυλους (archaiósylous) αρχαιοσύλους (archaiosýlous) |
vocative | αρχαιόσυλε (archaiósyle) | αρχαιόσυλοι (archaiósyloi) |
Second forms are formal.
Related terms
[edit]- αρχαιοσυλία (archaiosylía, “looting”, adjective)
- and see: αρχαίος (archaíos, “ancient, very old”, adjective)