αρχιμουσικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]αρχι- (archi-) + μουσικός (mousikós, “musician”). First attested 1833.
Noun
[edit]αρχιμουσικός • (archimousikós) m or f (plural αρχιμουσικοί)
- (music) conductor, bandleader
- Synonym: μαέστρος (maéstros)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχιμουσικός (archimousikós) | αρχιμουσικοί (archimousikoí) |
genitive | αρχιμουσικού (archimousikoú) | αρχιμουσικών (archimousikón) |
accusative | αρχιμουσικό (archimousikó) | αρχιμουσικούς (archimousikoús) |
vocative | αρχιμουσικέ (archimousiké) | αρχιμουσικοί (archimousikoí) |
Further reading
[edit]- αρχιμουσικός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αρχιμουσικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language