Jump to content

βιοφυσικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

βιοφυσικός (viofysikósm (feminine βιοφυσική, neuter βιοφυσικό)

  1. biophysical

Declension

[edit]
Declension of βιοφυσικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βιοφυσικός (viofysikós) βιοφυσική (viofysikí) βιοφυσικό (viofysikó) βιοφυσικοί (viofysikoí) βιοφυσικές (viofysikés) βιοφυσικά (viofysiká)
genitive βιοφυσικού (viofysikoú) βιοφυσικής (viofysikís) βιοφυσικού (viofysikoú) βιοφυσικών (viofysikón) βιοφυσικών (viofysikón) βιοφυσικών (viofysikón)
accusative βιοφυσικό (viofysikó) βιοφυσική (viofysikí) βιοφυσικό (viofysikó) βιοφυσικούς (viofysikoús) βιοφυσικές (viofysikés) βιοφυσικά (viofysiká)
vocative βιοφυσικέ (viofysiké) βιοφυσική (viofysikí) βιοφυσικό (viofysikó) βιοφυσικοί (viofysikoí) βιοφυσικές (viofysikés) βιοφυσικά (viofysiká)

Noun

[edit]

βιοφυσικός (viofysikósm or f (plural βιοφυσικοί)

  1. biophysicist

Declension

[edit]
singular plural
nominative βιοφυσικός (viofysikós) βιοφυσικοί (viofysikoí)
genitive βιοφυσικού (viofysikoú) βιοφυσικών (viofysikón)
accusative βιοφυσικό (viofysikó) βιοφυσικούς (viofysikoús)
vocative βιοφυσικέ (viofysiké) βιοφυσικοί (viofysikoí)

Further reading

[edit]