βιοφυσικούς
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]βιοφυσικούς • (viofysikoús)
- Accusative masculine plural form of βιοφυσικός (viofysikós).
Noun
[edit]βιοφυσικούς • (viofysikoús) m
- Accusative plural form of βιοφυσικός (viofysikós).
βιοφυσικούς • (viofysikoús)
βιοφυσικούς • (viofysikoús) m