δημόσιος υπάλληλος
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]δημόσιος υπάλληλος • (dimósios ypállilos) m or f (plural δημόσιοι υπάλληλοι)
Declension
[edit]- see component parts
Further reading
[edit]- δημόσιος υπάλληλος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el