Jump to content

αισθητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αισθητικός (aisthitikósm (feminine αισθητική, neuter αισθητικό)

  1. aesthetic
    Antonym: αντιαισθητικός (antiaisthitikós)

Declension

[edit]
Declension of αισθητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισθητικός (aisthitikós) αισθητική (aisthitikí) αισθητικό (aisthitikó) αισθητικοί (aisthitikoí) αισθητικές (aisthitikés) αισθητικά (aisthitiká)
genitive αισθητικού (aisthitikoú) αισθητικής (aisthitikís) αισθητικού (aisthitikoú) αισθητικών (aisthitikón) αισθητικών (aisthitikón) αισθητικών (aisthitikón)
accusative αισθητικό (aisthitikó) αισθητική (aisthitikí) αισθητικό (aisthitikó) αισθητικούς (aisthitikoús) αισθητικές (aisthitikés) αισθητικά (aisthitiká)
vocative αισθητικέ (aisthitiké) αισθητική (aisthitikí) αισθητικό (aisthitikó) αισθητικοί (aisthitikoí) αισθητικές (aisthitikés) αισθητικά (aisthitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισθητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισθητικός, etc.)

[edit]

Noun

[edit]

αισθητικός (aisthitikósm or f (plural αισθητικοί)

  1. beautician
  2. aesthetic

Declension

[edit]
Declension of αισθητικός
singular plural
nominative αισθητικός (aisthitikós) αισθητικοί (aisthitikoí)
genitive αισθητικού (aisthitikoú) αισθητικών (aisthitikón)
accusative αισθητικό (aisthitikó) αισθητικούς (aisthitikoús)
vocative αισθητικέ (aisthitiké) αισθητικοί (aisthitikoí)