αντιαισθητικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιαισθητικός • (antiaisthitikós) m (feminine αντιαισθητική, neuter αντιαισθητικό)
- antiaesthetic
- Antonym: αισθητικός (aisthitikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιαισθητικός (antiaisthitikós) | αντιαισθητική (antiaisthitikí) | αντιαισθητικό (antiaisthitikó) | αντιαισθητικοί (antiaisthitikoí) | αντιαισθητικές (antiaisthitikés) | αντιαισθητικά (antiaisthitiká) | |
genitive | αντιαισθητικού (antiaisthitikoú) | αντιαισθητικής (antiaisthitikís) | αντιαισθητικού (antiaisthitikoú) | αντιαισθητικών (antiaisthitikón) | αντιαισθητικών (antiaisthitikón) | αντιαισθητικών (antiaisthitikón) | |
accusative | αντιαισθητικό (antiaisthitikó) | αντιαισθητική (antiaisthitikí) | αντιαισθητικό (antiaisthitikó) | αντιαισθητικούς (antiaisthitikoús) | αντιαισθητικές (antiaisthitikés) | αντιαισθητικά (antiaisthitiká) | |
vocative | αντιαισθητικέ (antiaisthitiké) | αντιαισθητική (antiaisthitikí) | αντιαισθητικό (antiaisthitikó) | αντιαισθητικοί (antiaisthitikoí) | αντιαισθητικές (antiaisthitikés) | αντιαισθητικά (antiaisthitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιαισθητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιαισθητικός, etc.)
Related terms
[edit]- see: αισθητική f (aisthitikí, “aethetics”)