Jump to content

αντιαισθητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιαισθητικός (antiaisthitikósm (feminine αντιαισθητική, neuter αντιαισθητικό)

  1. antiaesthetic
    Antonym: αισθητικός (aisthitikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιαισθητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιαισθητικός (antiaisthitikós) αντιαισθητική (antiaisthitikí) αντιαισθητικό (antiaisthitikó) αντιαισθητικοί (antiaisthitikoí) αντιαισθητικές (antiaisthitikés) αντιαισθητικά (antiaisthitiká)
genitive αντιαισθητικού (antiaisthitikoú) αντιαισθητικής (antiaisthitikís) αντιαισθητικού (antiaisthitikoú) αντιαισθητικών (antiaisthitikón) αντιαισθητικών (antiaisthitikón) αντιαισθητικών (antiaisthitikón)
accusative αντιαισθητικό (antiaisthitikó) αντιαισθητική (antiaisthitikí) αντιαισθητικό (antiaisthitikó) αντιαισθητικούς (antiaisthitikoús) αντιαισθητικές (antiaisthitikés) αντιαισθητικά (antiaisthitiká)
vocative αντιαισθητικέ (antiaisthitiké) αντιαισθητική (antiaisthitikí) αντιαισθητικό (antiaisthitikó) αντιαισθητικοί (antiaisthitikoí) αντιαισθητικές (antiaisthitikés) αντιαισθητικά (antiaisthitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιαισθητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιαισθητικός, etc.)

[edit]