αντιεισαγγελέας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιεισαγγελέας • (antieisangeléas) m or f (plural αντιεισαγγελείς)
- Alternative form of αντεισαγγελέας (anteisangeléas)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιεισαγγελέας (antieisangeléas) | αντιεισαγγελείς (antieisangeleís) |
genitive | αντιεισαγγελέα (antieisangeléa) αντιεισαγγελέως (antieisangeléos) |
αντιεισαγγελέων (antieisangeléon) |
accusative | αντιεισαγγελέα (antieisangeléa) | αντιεισαγγελείς (antieisangeleís) |
vocative | αντιεισαγγελέα (antieisangeléa) | αντιεισαγγελείς (antieisangeleís) |
The second genitive singular is formal (ancient), and suitable for the feminine gender.