Jump to content

ένοχος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἔνοχος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἔνοχος (énokhos).

Adjective

[edit]

ένοχος (énochosm (feminine ένοχη, neuter ένοχο)

  1. guilty
    Antonym: αθώος (athóos)

Declension

[edit]
Declension of ένοχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ένοχος (énochos) ένοχη (énochi) ένοχο (énocho) ένοχοι (énochoi) ένοχες (énoches) ένοχα (énocha)
genitive ένοχου (énochou) ένοχης (énochis) ένοχου (énochou) ένοχων (énochon) ένοχων (énochon) ένοχων (énochon)
accusative ένοχο (énocho) ένοχη (énochi) ένοχο (énocho) ένοχους (énochous) ένοχες (énoches) ένοχα (énocha)
vocative ένοχε (énoche) ένοχη (énochi) ένοχο (énocho) ένοχοι (énochoi) ένοχες (énoches) ένοχα (énocha)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ένοχος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ένοχος, etc.)

[edit]

Noun

[edit]

ένοχος (énochosm or f (plural ένοχοι)

  1. culprit

Declension

[edit]
Declension of ένοχος
singular plural
nominative ένοχος (énochos) ένοχοι (énochoi)
genitive ενόχου (enóchou) ενόχων (enóchon)
accusative ένοχο (énocho) ενόχους (enóchous)
vocative ένοχε (énoche) ένοχοι (énochoi)