Jump to content

αστροφυσικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αστροφυσικός (astrofysikósm (feminine αστροφυσική, neuter αστροφυσικο)

  1. (sciences) astrophysical
  2. (nominalised) astrophysicist

Declension

[edit]
Declension of αστροφυσικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστροφυσικός (astrofysikós) αστροφυσική (astrofysikí) αστροφυσικό (astrofysikó) αστροφυσικοί (astrofysikoí) αστροφυσικές (astrofysikés) αστροφυσικά (astrofysiká)
genitive αστροφυσικού (astrofysikoú) αστροφυσικής (astrofysikís) αστροφυσικού (astrofysikoú) αστροφυσικών (astrofysikón) αστροφυσικών (astrofysikón) αστροφυσικών (astrofysikón)
accusative αστροφυσικό (astrofysikó) αστροφυσική (astrofysikí) αστροφυσικό (astrofysikó) αστροφυσικούς (astrofysikoús) αστροφυσικές (astrofysikés) αστροφυσικά (astrofysiká)
vocative αστροφυσικέ (astrofysiké) αστροφυσική (astrofysikí) αστροφυσικό (astrofysikó) αστροφυσικοί (astrofysikoí) αστροφυσικές (astrofysikés) αστροφυσικά (astrofysiká)

Noun

[edit]

αστροφυσικός (astrofysikósm or f (plural αστροφυσικοί)

  1. astrophysicist

Declension

[edit]

see Adjective above

[edit]

Further reading

[edit]