Jump to content

δημοσιογράφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

δημοσιογράφος (dimosiográfosm or f (plural δημοσιογράφοι)

  1. journalist, reporter

Declension

[edit]
Declension of δημοσιογράφος
singular plural
nominative δημοσιογράφος (dimosiográfos) δημοσιογράφοι (dimosiográfoi)
genitive δημοσιογράφου (dimosiográfou) δημοσιογράφων (dimosiográfon)
accusative δημοσιογράφο (dimosiográfo) δημοσιογράφους (dimosiográfous)
vocative δημοσιογράφε (dimosiográfe) δημοσιογράφοι (dimosiográfoi)
[edit]
  • see: δήμος m (dímos, municipality, the people)

See also

[edit]

Further reading

[edit]