συντάκτης
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]συντάκτης • (syntáktis) m (plural συντάκτες, feminine συντάκτρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συντάκτης (syntáktis) | συντάκτες (syntáktes) |
genitive | συντάκτη (syntákti) | συντακτών (syntaktón) |
accusative | συντάκτη (syntákti) | συντάκτες (syntáktes) |
vocative | συντάκτη (syntákti) | συντάκτες (syntáktes) |
Synonyms
[edit]- ρεπόρτερ m or f (repórter)
- δημοσιογράφος m or f (dimosiográfos)
Related terms
[edit]- αρχισυντάκτης m (archisyntáktis, “editor-in-chief”)