Jump to content

συντάκτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συντάκτρια (syntáktriaf (plural συντάκτριες, masculine συντάκτης)

  1. editor, copy editor
  2. reporter
  3. compiler, draftsman

Declension

[edit]
Declension of συντάκτρια
singular plural
nominative συντάκτρια (syntáktria) συντάκτριες (syntáktries)
genitive συντάκτριας (syntáktrias) συντακτριών (syntaktrión)
accusative συντάκτρια (syntáktria) συντάκτριες (syntáktries)
vocative συντάκτρια (syntáktria) συντάκτριες (syntáktries)

Synonyms

[edit]