Jump to content

ανάδοχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈna.ðo.xos/
  • Hyphenation: α‧νά‧δο‧χος

Adjective

[edit]

ανάδοχος (anádochosm (feminine ανάδοχος or ανάδοχη, neuter ανάδοχο)

  1. sponsoring
    η ανάδοχος εταιρείαi anádochos etaireíathe concessionary (the company holding the concession)

Declension

[edit]
Declension of ανάδοχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάδοχος (anádochos) ανάδοχος (anádochos)
ανάδοχη (anádochi)
ανάδοχο (anádocho) ανάδοχοι (anádochoi) ανάδοχοι (anádochoi)
ανάδοχες (anádoches)
ανάδοχα (anádocha)
genitive ανάδοχου (anádochou) ανάδοχου (anádochou)
ανάδοχης (anádochis)
ανάδοχου (anádochou) ανάδοχων (anádochon) ανάδοχων (anádochon) ανάδοχων (anádochon)
accusative ανάδοχο (anádocho) ανάδοχο (anádocho)
ανάδοχη (anádochi)
ανάδοχο (anádocho) ανάδοχους (anádochous) ανάδοχους (anádochous)
ανάδοχες (anádoches)
ανάδοχα (anádocha)
vocative ανάδοχε (anádoche) ανάδοχε (anádoche)
ανάδοχη (anádochi)
ανάδοχο (anádocho) ανάδοχοι (anádochoi) ανάδοχοι (anádochoi)
ανάδοχες (anádoches)
ανάδοχα (anádocha)

Noun

[edit]

ανάδοχος (anádochosm or f (plural ανάδοχοι)

  1. contractor
  2. sponsor
  3. (formal, dated) godparent, godfather, godmother

Declension

[edit]
Declension of ανάδοχος
singular plural
nominative ανάδοχος (anádochos) ανάδοχοι (anádochoi)
genitive αναδόχου (anadóchou) αναδόχων (anadóchon)
accusative ανάδοχο (anádocho) αναδόχους (anadóchous)
vocative ανάδοχε (anádoche) ανάδοχοι (anádochoi)

Synonyms

[edit]

See also

[edit]