ανάδοχος
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ανάδοχος • (anádochos) m (feminine ανάδοχος or ανάδοχη, neuter ανάδοχο)
- sponsoring
- η ανάδοχος εταιρεία ― i anádochos etaireía ― the concessionary (the company holding the concession)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανάδοχος (anádochos) | ανάδοχος (anádochos) ανάδοχη (anádochi) |
ανάδοχο (anádocho) | ανάδοχοι (anádochoi) | ανάδοχοι (anádochoi) ανάδοχες (anádoches) |
ανάδοχα (anádocha) | |
genitive | ανάδοχου (anádochou) | ανάδοχου (anádochou) ανάδοχης (anádochis) |
ανάδοχου (anádochou) | ανάδοχων (anádochon) | ανάδοχων (anádochon) | ανάδοχων (anádochon) | |
accusative | ανάδοχο (anádocho) | ανάδοχο (anádocho) ανάδοχη (anádochi) |
ανάδοχο (anádocho) | ανάδοχους (anádochous) | ανάδοχους (anádochous) ανάδοχες (anádoches) |
ανάδοχα (anádocha) | |
vocative | ανάδοχε (anádoche) | ανάδοχε (anádoche) ανάδοχη (anádochi) |
ανάδοχο (anádocho) | ανάδοχοι (anádochoi) | ανάδοχοι (anádochoi) ανάδοχες (anádoches) |
ανάδοχα (anádocha) |
Noun
[edit]ανάδοχος • (anádochos) m or f (plural ανάδοχοι)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανάδοχος (anádochos) | ανάδοχοι (anádochoi) |
genitive | αναδόχου (anadóchou) | αναδόχων (anadóchon) |
accusative | ανάδοχο (anádocho) | αναδόχους (anadóchous) |
vocative | ανάδοχε (anádoche) | ανάδοχοι (anádochoi) |
Synonyms
[edit]- (godfather): νονός m (nonós)
- (godmother): νονά f (noná)
- (contractor): εργολήπτης m (ergolíptis)
- (contractor): εργολήπτρια f (ergolíptria)
See also
[edit]- see: βάπτισμα n (váptisma, “baptism”)
Categories:
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek adjectives
- Greek terms with usage examples
- Greek adjectives in declension ος-η-ος-ο
- Greek nouns
- Greek nouns of mixed gender
- Greek masculine nouns
- Greek feminine nouns
- Greek nouns with multiple genders
- Greek formal terms
- Greek dated terms
- Greek nouns declining like 'άνθρωπος'