Jump to content

εργολήπτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εργολήπτρια (ergolíptriaf (plural εργολήπτριες, masculine εργολήπτης)

  1. contractor

Declension

[edit]
Declension of εργολήπτρια
singular plural
nominative εργολήπτρια (ergolíptria) εργολήπτριες (ergolíptries)
genitive εργολήπτριας (ergolíptrias) εργοληπτριών (ergoliptrión)
accusative εργολήπτρια (ergolíptria) εργολήπτριες (ergolíptries)
vocative εργολήπτρια (ergolíptria) εργολήπτριες (ergolíptries)

Synonyms

[edit]