απόστρατος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]απόστρατος • (apóstratos) m (feminine απόστρατη, neuter απόστρατο)
Declension
[edit]Declension of απόστρατος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απόστρατος • | απόστρατη • | απόστρατο • | απόστρατοι • | απόστρατες • | απόστρατα • |
genitive | απόστρατου • | απόστρατης • | απόστρατου • | απόστρατων • | απόστρατων • | απόστρατων • |
accusative | απόστρατο • | απόστρατη • | απόστρατο • | απόστρατους • | απόστρατες • | απόστρατα • |
vocative | απόστρατε • | απόστρατη • | απόστρατο • | απόστρατοι • | απόστρατες • | απόστρατα • |
Noun
[edit]απόστρατος • (apóstratos) m or f (plural απόστρατοι)
- ex-service person, ex-serviceman
Declension
[edit]Declension of απόστρατος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόστρατος • | απόστρατοι • |
genitive | αποστράτου • | αποστράτων • |
accusative | απόστρατο • | αποστράτους • |
vocative | απόστρατε • | απόστρατοι • |
Related terms
[edit]- see: αποστρατεία f (apostrateía, “retirement”)
Further reading
[edit]- απόστρατος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language