Jump to content

απόστρατος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απόστρατος (apóstratosm (feminine απόστρατη, neuter απόστρατο)

  1. retired, ex-service

Declension

[edit]
Declension of απόστρατος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απόστρατος (apóstratos) απόστρατη (apóstrati) απόστρατο (apóstrato) απόστρατοι (apóstratoi) απόστρατες (apóstrates) απόστρατα (apóstrata)
genitive απόστρατου (apóstratou) απόστρατης (apóstratis) απόστρατου (apóstratou) απόστρατων (apóstraton) απόστρατων (apóstraton) απόστρατων (apóstraton)
accusative απόστρατο (apóstrato) απόστρατη (apóstrati) απόστρατο (apóstrato) απόστρατους (apóstratous) απόστρατες (apóstrates) απόστρατα (apóstrata)
vocative απόστρατε (apóstrate) απόστρατη (apóstrati) απόστρατο (apóstrato) απόστρατοι (apóstratoi) απόστρατες (apóstrates) απόστρατα (apóstrata)

Noun

[edit]

απόστρατος (apóstratosm or f (plural απόστρατοι)

  1. ex-service person, ex-serviceman

Declension

[edit]
Declension of απόστρατος
singular plural
nominative απόστρατος (apóstratos) απόστρατοι (apóstratoi)
genitive αποστράτου (apostrátou) αποστράτων (apostráton)
accusative απόστρατο (apóstrato) αποστράτους (apostrátous)
vocative απόστρατε (apóstrate) απόστρατοι (apóstratoi)
[edit]

Further reading

[edit]