αποστρατεία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποστρατεία • (apostrateía) f (plural αποστρατείες)
- (especially military) retirement (the state amd the action)
Declension
[edit]Declension of αποστρατεία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποστρατεία • | αποστρατείες • |
genitive | αποστρατείας • | αποστρατειών • |
accusative | αποστρατεία • | αποστρατείες • |
vocative | αποστρατεία • | αποστρατείες • |
Coordinate terms
[edit]- συνταξιοδότηση f (syntaxiodótisi, “pensioned state”)
Related terms
[edit]- αποστράτευση f (apostrátefsi, “demobilisation, retirement”)
- αποστρατεύω (apostratévo, “to demobilise, to retire”)
- αποστρατιωτικοποίηση (apostratiotikopoíisi)
- απόστρατος (apóstratos, “retired”, adjective)
Further reading
[edit]- αποστρατεία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language