βιογεωχημικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]βιογεωχημικός • (viogeochimikós) m or f (plural βιογεωχημικοί)
Declension
[edit]Declension of βιογεωχημικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιογεωχημικός • | βιογεωχημικοί • |
genitive | βιογεωχημικού • | βιογεωχημικών • |
accusative | βιογεωχημικό • | βιογεωχημικούς • |
vocative | βιογεωχημικέ • | βιογεωχημικοί • |