Jump to content

εισπράκτορας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek εἰσπράκτωρ (eispráktōr, tax collector) with the accusative case ending -ορα (-ora), from εἰσ- (eis-) +‎ πράκτωρ (práktōr), with semantic loan from French percepteur.[1]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

εισπράκτορας (eispráktorasm or f (plural εισπράκτορες)

  1. (transport) ticket collector (UK), guard (UK)
  2. (transport) ticket inspector (US), conductor (US)

Declension

[edit]
Declension of εισπράκτορας
singular plural
nominative εισπράκτορας (eispráktoras) εισπράκτορες (eispráktores)
genitive εισπράκτορα (eispráktora) εισπρακτόρων (eispraktóron)
accusative εισπράκτορα (eispráktora) εισπράκτορες (eispráktores)
vocative εισπράκτορα (eispráktora) εισπράκτορες (eispráktores)

Female genitive singular: εισπράκτορος

References

[edit]
  1. ^ εισπράκτορας, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language