εισπράκτορες
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]εισπράκτορες • (eispráktores) m or f
- nominative plural of εισπράκτορας (eispráktoras)
- accusative plural of εισπράκτορας (eispráktoras)
- vocative plural of εισπράκτορας (eispráktoras)
εισπράκτορες • (eispráktores) m or f