αθλητίατρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αθλητίατρος • (athlitíatros) m or f (plural αθλητίατροι)
Declension
[edit]Declension of αθλητίατρος
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αθλητίατρος • | αθλητίατροι • | |
genitive | αθλητίατρου •, αθλητιάτρου • | αθλητίατρων •, αθλητιάτρων • | |
accusative | αθλητίατρο • | αθλητίατρους •, αθλητιάτρους • | |
vocative | αθλητίατρε • | αθλητίατροι • | |
Second forms are formal. |
Related terms
[edit]- see: αθλητιατρική f (athlitiatrikí, “sports medicine”)
Further reading
[edit]- αθλητίατρος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el