Jump to content

αρχαιολόγος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρχαιολόγος (archaiológosm or f (plural αρχαιολόγοι)

  1. (archaeology) archaeologist

Declension

[edit]
Declension of αρχαιολόγος
singular plural
nominative αρχαιολόγος (archaiológos) αρχαιολόγοι (archaiológoi)
genitive αρχαιολόγου (archaiológou) αρχαιολόγων (archaiológon)
accusative αρχαιολόγο (archaiológo) αρχαιολόγους (archaiológous)
vocative αρχαιολόγε (archaiológe) αρχαιολόγοι (archaiológoi)
[edit]

Further reading

[edit]