Jump to content

δικαιούχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

δικαιούχος (dikaioúchosm or f (plural δικαιούχοι)

  1. holder, rightholder, proprietor

Declension

[edit]
singular plural
nominative δικαιούχος (dikaioúchos) δικαιούχοι (dikaioúchoi)
genitive δικαιούχου (dikaioúchou) δικαιούχων (dikaioúchon)
accusative δικαιούχο (dikaioúcho) δικαιούχους (dikaioúchous)
vocative δικαιούχε (dikaioúche) δικαιούχοι (dikaioúchoi)