δικαιούχος
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]δικαιούχος • (dikaioúchos) m or f (plural δικαιούχοι)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δικαιούχος (dikaioúchos) | δικαιούχοι (dikaioúchoi) |
genitive | δικαιούχου (dikaioúchou) | δικαιούχων (dikaioúchon) |
accusative | δικαιούχο (dikaioúcho) | δικαιούχους (dikaioúchous) |
vocative | δικαιούχε (dikaioúche) | δικαιούχοι (dikaioúchoi) |