αλληλογράφος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αλληλο- (allilo-, “reciprocal, mutual”) + -γράφος (-gráfos, “writer”)
Noun
[edit]αλληλογράφος • (allilográfos) m or f (plural αλληλογράφοι)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλληλογράφος (allilográfos) | αλληλογράφοι (allilográfoi) |
genitive | αλληλογράφου (allilográfou) | αλληλογράφων (allilográfon) |
accusative | αλληλογράφο (allilográfo) | αλληλογράφους (allilográfous) |
vocative | αλληλογράφε (allilográfe) | αλληλογράφοι (allilográfoi) |
Related terms
[edit]- see: αλληλογραφώ (allilografó, “to write, to correspond”)