γερουσιαστής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]γερουσιαστής • (gerousiastís) m or f (plural γερουσιαστές, feminine γερουσιαστίνα)
- (government) senator (member of a senate)
Declension
[edit]Declension of γερουσιαστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γερουσιαστής • | γερουσιαστές • |
genitive | γερουσιαστή • | γερουσιαστών • |
accusative | γερουσιαστή • | γερουσιαστές • |
vocative | γερουσιαστή • | γερουσιαστές • |
Related terms
[edit]- γερουσία f (gerousía, “senate”)
Further reading
[edit]- Γερουσία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el