Jump to content

αρχειοφύλακας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αρχειο (archeio, archive) +‎ φύλακας (fýlakas, custodian).

Noun

[edit]

αρχειοφύλακας (archeiofýlakasm or f (plural αρχειοφύλακες)

  1. archivist

Declension

[edit]
Declension of αρχειοφύλακας
singular plural
nominative αρχειοφύλακας (archeiofýlakas) αρχειοφύλακες (archeiofýlakes)
genitive αρχειοφύλακα (archeiofýlaka) αρχειοφυλάκων (archeiofylákon)
accusative αρχειοφύλακα (archeiofýlaka) αρχειοφύλακες (archeiofýlakes)
vocative αρχειοφύλακα (archeiofýlaka) αρχειοφύλακες (archeiofýlakes)
[edit]