αρχειοφύλακας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From αρχειο (archeio, “archive”) + φύλακας (fýlakas, “custodian”).
Noun
[edit]αρχειοφύλακας • (archeiofýlakas) m or f (plural αρχειοφύλακες)
Declension
[edit]Declension of αρχειοφύλακας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχειοφύλακας • | αρχειοφύλακες • |
genitive | αρχειοφύλακα • | αρχειοφυλάκων • |
accusative | αρχειοφύλακα • | αρχειοφύλακες • |
vocative | αρχειοφύλακα • | αρχειοφύλακες • |
Related terms
[edit]- see: αρχείο n (archeío, “archive”)