Jump to content

βιομήχανος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βιομήχανος (viomíchanosm or f (plural βιομήχανοι)

  1. industrialist

Declension

[edit]
Declension of βιομήχανος
singular plural
nominative βιομήχανος (viomíchanos) βιομήχανοι (viomíchanoi)
genitive βιομηχάνου (viomichánou) βιομηχάνων (viomichánon)
accusative βιομήχανο (viomíchano) βιομηχάνους (viomichánous)
vocative βιομήχανε (viomíchane) βιομήχανοι (viomíchanoi)
[edit]