βιομηχανία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From βιο- (vio-, life) +‎ μηχανή (michaní, machine) +‎ -ία (-ía).

Noun

[edit]

βιομηχανία (viomichaníaf (plural βιομηχανίες)

  1. industry
  2. plant, industrial buildings

Declension

[edit]
singular plural
nominative βιομηχανία (viomichanía) βιομηχανίες (viomichaníes)
genitive βιομηχανίας (viomichanías) βιομηχανιών (viomichanión)
accusative βιομηχανία (viomichanía) βιομηχανίες (viomichaníes)
vocative βιομηχανία (viomichanía) βιομηχανίες (viomichaníes)

Synonyms

[edit]
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]