εκβιομηχάνιση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]εκβιομηχάνιση • (ekviomichánisi) f (uncountable)
- industrialisation (UK), industrialization (US)
- Antonym: αποβιομηχάνιση (apoviomichánisi)
Declension
[edit]singular | |
---|---|
nominative | εκβιομηχάνιση (ekviomichánisi) |
genitive | εκβιομηχάνισης (ekviomichánisis) |
accusative | εκβιομηχάνιση (ekviomichánisi) |
vocative | εκβιομηχάνιση (ekviomichánisi) |
Older or formal genitive singular: εκβιομηχανίσεως (ekviomichaníseos)
Related terms
[edit]- εκβιομηχανίζω (ekviomichanízo, “I industrialise”)
- and see: βιομηχανία f (viomichanía, “industry”)