βιομηχανικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]βιομηχανικός • (viomichanikós) m (feminine βιομηχανική, neuter βιομηχανικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βιομηχανικός (viomichanikós) | βιομηχανική (viomichanikí) | βιομηχανικό (viomichanikó) | βιομηχανικοί (viomichanikoí) | βιομηχανικές (viomichanikés) | βιομηχανικά (viomichaniká) | |
genitive | βιομηχανικού (viomichanikoú) | βιομηχανικής (viomichanikís) | βιομηχανικού (viomichanikoú) | βιομηχανικών (viomichanikón) | βιομηχανικών (viomichanikón) | βιομηχανικών (viomichanikón) | |
accusative | βιομηχανικό (viomichanikó) | βιομηχανική (viomichanikí) | βιομηχανικό (viomichanikó) | βιομηχανικούς (viomichanikoús) | βιομηχανικές (viomichanikés) | βιομηχανικά (viomichaniká) | |
vocative | βιομηχανικέ (viomichaniké) | βιομηχανική (viomichanikí) | βιομηχανικό (viomichanikó) | βιομηχανικοί (viomichanikoí) | βιομηχανικές (viomichanikés) | βιομηχανικά (viomichaniká) |
Derived terms
[edit]- αγροτοβιομηχανικός m (agrotoviomichanikós, “agroindustry”)
- προβιομηχανικός (proviomichanikós, “preindustrial”)
Related terms
[edit]- see: βιομηχανία f (viomichanía, “industry”)