αγροτοβιομηχανικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From αγροτικός (agrotikós, “agricultural”) + βιομηχανικός (viomichanikós, “industry”).
Noun
[edit]αγροτοβιομηχανικός • (agrotoviomichanikós) m (plural αγροτοβιομηχανικοί)
Declension
[edit]Declension of αγροτοβιομηχανικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγροτοβιομηχανικός • | αγροτοβιομηχανικοί • |
genitive | αγροτοβιομηχανικού • | αγροτοβιομηχανικών • |
accusative | αγροτοβιομηχανικό • | αγροτοβιομηχανικούς • |
vocative | αγροτοβιομηχανικέ • | αγροτοβιομηχανικοί • |
Adjective
[edit]αγροτοβιομηχανικός • (agrotoviomichanikós) m (feminine αγροτοβιομηχανική, neuter αγροτοβιομηχανικό)
Declension
[edit]Declension of αγροτοβιομηχανικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγροτοβιομηχανικός • | αγροτοβιομηχανική • | αγροτοβιομηχανικό • | αγροτοβιομηχανικοί • | αγροτοβιομηχανικές • | αγροτοβιομηχανικά • |
genitive | αγροτοβιομηχανικού • | αγροτοβιομηχανικής • | αγροτοβιομηχανικού • | αγροτοβιομηχανικών • | αγροτοβιομηχανικών • | αγροτοβιομηχανικών • |
accusative | αγροτοβιομηχανικό • | αγροτοβιομηχανική • | αγροτοβιομηχανικό • | αγροτοβιομηχανικούς • | αγροτοβιομηχανικές • | αγροτοβιομηχανικά • |
vocative | αγροτοβιομηχανικέ • | αγροτοβιομηχανική • | αγροτοβιομηχανικό • | αγροτοβιομηχανικοί • | αγροτοβιομηχανικές • | αγροτοβιομηχανικά • |