αγροτοβιομηχανικό

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αγροτοβιομηχανικό (agrotoviomichanikóm

  1. Accusative singular form of αγροτοβιομηχανικός (agrotoviomichanikós).