Jump to content

αγελαδοτρόφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αγελαδοτρόφος (ageladotrófosm or f (plural αγελαδοτρόφοι)

  1. cattle farmer, cattle raiser

Declension

[edit]
Declension of αγελαδοτρόφος
singular plural
nominative αγελαδοτρόφος (ageladotrófos) αγελαδοτρόφοι (ageladotrófoi)
genitive αγελαδοτρόφου (ageladotrófou) αγελαδοτρόφων (ageladotrófon)
accusative αγελαδοτρόφο (ageladotrófo) αγελαδοτρόφους (ageladotrófous)
vocative αγελαδοτρόφε (ageladotrófe) αγελαδοτρόφοι (ageladotrófoi)
[edit]