αρχιμηχανικός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρχιμηχανικός • (archimichanikós) m or f (plural αρχιμηχανικοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχιμηχανικός (archimichanikós) | αρχιμηχανικοί (archimichanikoí) |
genitive | αρχιμηχανικού (archimichanikoú) | αρχιμηχανικών (archimichanikón) |
accusative | αρχιμηχανικό (archimichanikó) | αρχιμηχανικούς (archimichanikoús) |
vocative | αρχιμηχανικέ (archimichaniké) | αρχιμηχανικοί (archimichanikoí) |
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- αρχιμηχανικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language