Jump to content

αρχιμηχανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρχιμηχανικός (archimichanikósm or f (plural αρχιμηχανικοί)

  1. (engineering) chief engineer, naval rank

Declension

[edit]
Declension of αρχιμηχανικός
singular plural
nominative αρχιμηχανικός (archimichanikós) αρχιμηχανικοί (archimichanikoí)
genitive αρχιμηχανικού (archimichanikoú) αρχιμηχανικών (archimichanikón)
accusative αρχιμηχανικό (archimichanikó) αρχιμηχανικούς (archimichanikoús)
vocative αρχιμηχανικέ (archimichaniké) αρχιμηχανικοί (archimichanikoí)
[edit]

Further reading

[edit]