Jump to content

αντιπρόεδρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιπρόεδρος (antipróedrosm or f (plural αντιπρόεδροι)

  1. vice president
  2. deputy chairman, deputy chairwoman, deputy chairperson

Declension

[edit]
Declension of αντιπρόεδρος
singular plural
nominative αντιπρόεδρος (antipróedros) αντιπρόεδροι (antipróedroi)
genitive αντιπροέδρου (antiproédrou) αντιπροέδρων (antiproédron)
accusative αντιπρόεδρο (antipróedro) αντιπροέδρους (antiproédrous)
vocative αντιπρόεδρε (antipróedre) αντιπρόεδροι (antipróedroi)
[edit]

Further reading

[edit]