αισχρογράφος
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αισχρογράφος • (aischrográfos) m or f (plural αισχρογράφοι)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αισχρογράφος (aischrográfos) | αισχρογράφοι (aischrográfoi) |
genitive | αισχρογράφου (aischrográfou) | αισχρογράφων (aischrográfon) |
accusative | αισχρογράφο (aischrográfo) | αισχρογράφους (aischrográfous) |
vocative | αισχρογράφε (aischrográfe) | αισχρογράφοι (aischrográfoi) |
Synonyms
[edit]- πορνογράφος m (pornográfos)
Related terms
[edit]- see: αισχρός (aischrós, “obscene”)