αισχρός
Jump to navigation
Jump to search
See also: αἰσχρός
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek αἰσχρός (aiskhrós, “shameful, ugly”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αισχρός • (aischrós) m (feminine αισχρή, neuter αισχρό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αισχρός (aischrós) | αισχρή (aischrí) | αισχρό (aischró) | αισχροί (aischroí) | αισχρές (aischrés) | αισχρά (aischrá) | |
genitive | αισχρού (aischroú) | αισχρής (aischrís) | αισχρού (aischroú) | αισχρών (aischrón) | αισχρών (aischrón) | αισχρών (aischrón) | |
accusative | αισχρό (aischró) | αισχρή (aischrí) | αισχρό (aischró) | αισχρούς (aischroús) | αισχρές (aischrés) | αισχρά (aischrá) | |
vocative | αισχρέ (aischré) | αισχρή (aischrí) | αισχρό (aischró) | αισχροί (aischroí) | αισχρές (aischrés) | αισχρά (aischrá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισχρός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισχρός, etc.)
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισχρότερος (aischróteros) | αισχρότερη (aischróteri) | αισχρότερο (aischrótero) | αισχρότεροι (aischróteroi) | αισχρότερες (aischróteres) | αισχρότερα (aischrótera) |
genitive | αισχρότερου (aischróterou) | αισχρότερης (aischróteris) | αισχρότερου (aischróterou) | αισχρότερων (aischróteron) | αισχρότερων (aischróteron) | αισχρότερων (aischróteron) |
accusative | αισχρότερο (aischrótero) | αισχρότερη (aischróteri) | αισχρότερο (aischrótero) | αισχρότερους (aischróterous) | αισχρότερες (aischróteres) | αισχρότερα (aischrótera) |
vocative | αισχρότερε (aischrótere) | αισχρότερη (aischróteri) | αισχρότερο (aischrótero) | αισχρότεροι (aischróteroi) | αισχρότερες (aischróteres) | αισχρότερα (aischrótera) |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αισχρότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισχρότατος (aischrótatos) | αισχρότατη (aischrótati) | αισχρότατο (aischrótato) | αισχρότατοι (aischrótatoi) | αισχρότατες (aischrótates) | αισχρότατα (aischrótata) |
genitive | αισχρότατου (aischrótatou) | αισχρότατης (aischrótatis) | αισχρότατου (aischrótatou) | αισχρότατων (aischrótaton) | αισχρότατων (aischrótaton) | αισχρότατων (aischrótaton) |
accusative | αισχρότατο (aischrótato) | αισχρότατη (aischrótati) | αισχρότατο (aischrótato) | αισχρότατους (aischrótatous) | αισχρότατες (aischrótates) | αισχρότατα (aischrótata) |
vocative | αισχρότατε (aischrótate) | αισχρότατη (aischrótati) | αισχρότατο (aischrótato) | αισχρότατοι (aischrótatoi) | αισχρότατες (aischrótates) | αισχρότατα (aischrótata) |
Derived terms
[edit]- αισχρογράφημα n (aischrográfima, “pornography”)
- αισχρογράφος m or f (aischrográfos, “pornographic writer”)
- αισχροκέρδεια f (aischrokérdeia, “profiteering”)
- αισχροκερδής (aischrokerdís, “profiteering”, adj)
- αισχροκερδώ (aischrokerdó, “to profiteer”)
- αισχρολόγημα n (aischrológima)
- αισχρολογία f (aischrología)
- αισχρολογικός (aischrologikós)
- αισχρόλογο n (aischrólogo)
- αισχρότητα f (aischrótita, “obscenity”)
- αισχρολόγος (aischrológos, “foul-mouthed”)
- αισχρολογώ (aischrologó, “to use obscenities”)
Related terms
[edit]- αίσχος (aíschos)