αισχρός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
See also: αἰσχρός

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek αἰσχρός (aiskhrós, shameful, ugly).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

αισχρός (aischrósm (feminine αισχρή, neuter αισχρό)

  1. dirty, rude, salacious
  2. obscene
  3. despicable

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισχρός (aischrós) αισχρή (aischrí) αισχρό (aischró) αισχροί (aischroí) αισχρές (aischrés) αισχρά (aischrá)
genitive αισχρού (aischroú) αισχρής (aischrís) αισχρού (aischroú) αισχρών (aischrón) αισχρών (aischrón) αισχρών (aischrón)
accusative αισχρό (aischró) αισχρή (aischrí) αισχρό (aischró) αισχρούς (aischroús) αισχρές (aischrés) αισχρά (aischrá)
vocative αισχρέ (aischré) αισχρή (aischrí) αισχρό (aischró) αισχροί (aischroí) αισχρές (aischrés) αισχρά (aischrá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισχρός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισχρός, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]