Jump to content

αντιπρόσωπος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιπρόσωπος (antiprósoposm or f (plural αντιπρόσωποι)

  1. agent, representative, envoy

Declension

[edit]
Declension of αντιπρόσωπος
singular plural
nominative αντιπρόσωπος (antiprósopos) αντιπρόσωποι (antiprósopoi)
genitive αντιπροσώπου (antiprosópou) αντιπροσώπων (antiprosópon)
accusative αντιπρόσωπο (antiprósopo) αντιπροσώπους (antiprosópous)
vocative αντιπρόσωπε (antiprósope) αντιπρόσωποι (antiprósopoi)