Jump to content

διοικητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

διοικητικός (dioikitikósm (feminine διοικητική, neuter διοικητικό)

  1. administrative, managerial

Declension

[edit]
Declension of διοικητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διοικητικός (dioikitikós) διοικητική (dioikitikí) διοικητικό (dioikitikó) διοικητικοί (dioikitikoí) διοικητικές (dioikitikés) διοικητικά (dioikitiká)
genitive διοικητικού (dioikitikoú) διοικητικής (dioikitikís) διοικητικού (dioikitikoú) διοικητικών (dioikitikón) διοικητικών (dioikitikón) διοικητικών (dioikitikón)
accusative διοικητικό (dioikitikó) διοικητική (dioikitikí) διοικητικό (dioikitikó) διοικητικούς (dioikitikoús) διοικητικές (dioikitikés) διοικητικά (dioikitiká)
vocative διοικητικέ (dioikitiké) διοικητική (dioikitikí) διοικητικό (dioikitikó) διοικητικοί (dioikitikoí) διοικητικές (dioikitikés) διοικητικά (dioikitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διοικητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διοικητικός, etc.)

Noun

[edit]

διοικητικός (dioikitikósm or f (plural διοικητικοί, feminine διοικητική)

  1. administrator

Declension

[edit]
Declension of διοικητικός
singular plural
nominative διοικητικός (dioikitikós) διοικητικοί (dioikitikoí)
genitive διοικητικού (dioikitikoú) διοικητικών (dioikitikón)
accusative διοικητικό (dioikitikó) διοικητικούς (dioikitikoús)
vocative διοικητικέ (dioikitiké) διοικητικοί (dioikitikoí)
[edit]