αντιστράτηγος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αντι- (anti-) +‎ στρατηγός (stratigós, general).

Noun

[edit]

αντιστράτηγος (antistrátigosm or f (plural αντιστράτηγοι)

  1. (military) lieutenant general, an army rank with the NATO grade OF-8
    Synonym: (abbreviation) αντγος (antgos)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αντιστράτηγος (antistrátigos) αντιστράτηγοι (antistrátigoi)
genitive αντιστρατήγου (antistratígou) αντιστρατήγων (antistratígon)
accusative αντιστράτηγο (antistrátigo) αντιστρατήγους (antistratígous)
vocative αντιστράτηγε (antistrátige) αντιστράτηγοι (antistrátigoi)

Coordinate terms

[edit]

Further reading

[edit]