Jump to content

ανωνυμογράφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανωνυμογράφος (anonymográfosm or f (plural ανωνυμογράφοι)

  1. anonymous writer

Declension

[edit]
Declension of ανωνυμογράφος
singular plural
nominative ανωνυμογράφος (anonymográfos) ανωνυμογράφοι (anonymográfoi)
genitive ανωνυμογράφου (anonymográfou) ανωνυμογράφων (anonymográfon)
accusative ανωνυμογράφο (anonymográfo) ανωνυμογράφους (anonymográfous)
vocative ανωνυμογράφε (anonymográfe) ανωνυμογράφοι (anonymográfoi)
[edit]