ανωνυμογράφος
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ανωνυμογράφος • (anonymográfos) m or f (plural ανωνυμογράφοι)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανωνυμογράφος (anonymográfos) | ανωνυμογράφοι (anonymográfoi) |
genitive | ανωνυμογράφου (anonymográfou) | ανωνυμογράφων (anonymográfon) |
accusative | ανωνυμογράφο (anonymográfo) | ανωνυμογράφους (anonymográfous) |
vocative | ανωνυμογράφε (anonymográfe) | ανωνυμογράφοι (anonymográfoi) |
Related terms
[edit]- and see: ανώνυμος (anónymos, “anonymous”, adjective)
- ανωνυμογραφία f (anonymografía, “anonymous letter”)
- ανωνυμογραφώ (anonymografó, “to write anonymously”)