Jump to content

ανώνυμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανώνυμος (anónymosm (feminine ανώνυμη, neuter ανώνυμο)

  1. anonymous, unknown

Declension

[edit]
Declension of ανώνυμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανώνυμος (anónymos) ανώνυμη (anónymi) ανώνυμο (anónymo) ανώνυμοι (anónymoi) ανώνυμες (anónymes) ανώνυμα (anónyma)
genitive ανώνυμου (anónymou) ανώνυμης (anónymis) ανώνυμου (anónymou) ανώνυμων (anónymon) ανώνυμων (anónymon) ανώνυμων (anónymon)
accusative ανώνυμο (anónymo) ανώνυμη (anónymi) ανώνυμο (anónymo) ανώνυμους (anónymous) ανώνυμες (anónymes) ανώνυμα (anónyma)
vocative ανώνυμε (anónyme) ανώνυμη (anónymi) ανώνυμο (anónymo) ανώνυμοι (anónymoi) ανώνυμες (anónymes) ανώνυμα (anónyma)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανώνυμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανώνυμος, etc.)

Coordinate terms

[edit]
[edit]