ανωνυμία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ανωνυμία • (anonymía) f (uncountable)
Declension
[edit]singular | |
---|---|
nominative | ανωνυμία (anonymía) |
genitive | ανωνυμίας (anonymías) |
accusative | ανωνυμία (anonymía) |
vocative | ανωνυμία (anonymía) |
Related terms
[edit]- see: ανώνυμος (anónymos, “anonymous”, adjective)