δαχτυλογράφος
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]δαχτυλογράφος • (dachtylográfos) m or f (plural δακτυλογράφος)
- Alternative form of δακτυλογράφος (daktylográfos)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δαχτυλογράφος (dachtylográfos) | δαχτυλογράφοι (dachtylográfoi) |
genitive | δαχτυλογράφου (dachtylográfou) | δαχτυλογράφων (dachtylográfon) |
accusative | δαχτυλογράφο (dachtylográfo) | δαχτυλογράφους (dachtylográfous) |
vocative | δαχτυλογράφε (dachtylográfe) | δαχτυλογράφοι (dachtylográfoi) |