Jump to content

δαχτυλογράφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

δαχτυλογράφος (dachtylográfosm or f (plural δακτυλογράφος)

  1. Alternative form of δακτυλογράφος (daktylográfos)

Declension

[edit]
Declension of δαχτυλογράφος
singular plural
nominative δαχτυλογράφος (dachtylográfos) δαχτυλογράφοι (dachtylográfoi)
genitive δαχτυλογράφου (dachtylográfou) δαχτυλογράφων (dachtylográfon)
accusative δαχτυλογράφο (dachtylográfo) δαχτυλογράφους (dachtylográfous)
vocative δαχτυλογράφε (dachtylográfe) δαχτυλογράφοι (dachtylográfoi)