Jump to content

ανθυποπλοίαρχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανθυποπλοίαρχος (anthypoploíarchosm or f (plural ανθυποπλοίαρχοι)

  1. (nautical) a naval rank with the NATO grade OF-1
    Synonym: (abbreviation) ανθχος (anthchos)
    1. sub-lieutenant in the Royal Navy
    2. lieutenant (junior grade) in the US Navy

Declension

[edit]
Declension of ανθυποπλοίαρχος
singular plural
nominative ανθυποπλοίαρχος (anthypoploíarchos) ανθυποπλοίαρχοι (anthypoploíarchoi)
genitive ανθυποπλοίαρχου (anthypoploíarchou)
ανθυποπλοιράρχου (anthypoploirárchou)
ανθυποπλοίαρχων (anthypoploíarchon)
ανθυποπλοιράρχων (anthypoploirárchon)
accusative ανθυποπλοίαρχο (anthypoploíarcho) ανθυποπλοίαρχους (anthypoploíarchous)
ανθυποπλοιράρχους (anthypoploirárchous)
vocative ανθυποπλοίαρχε (anthypoploíarche) ανθυποπλοίαρχοι (anthypoploíarchoi)

Second forms are formal. 

Coordinate terms

[edit]

Further reading

[edit]